Του πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Θεοφίλου, M.D, PhD Student EKΠΑ
Το ζήτημα του χωρισμού της Eκκλησίας από το Kράτος δεν είναι νέο, κρατάει αρκετές δεκαετίες πριν και θυμίζει περισσότερο ένα παιχνίδι εντυπώσεων και εκατέρωθεν απειλών, με φόβο και αγωνία ένθεν και ένθεν μήπως κάποιος κάνει τη λάθος κίνηση. Το ζήτημα δεν είναι ούτε τόσο απλό και προφανές, αλλά ούτε και πρόσφατο.
Έχει μεγάλη σημασία να αποφασίσει κάποιος από πoια σκοπιά θα το εξετάσει, δηλαδή θα επιλέξει στην όλη ενασχόληση να κυριαρχήσει η νομοκανονική διάσταση, η συνταγματική ή η θεολογική-ευαγγελική; Αν επικρατήσουν οι δύο πρώτες, το όλο ζήτημα εισέρχεται σε μια σκληρή διαπραγμάτευση και ένα ιδιότυπο «παζάρι» για το ποιος θα πάρει τα περισσότερα ή θα χάσει τα λιγότερα από τα «κεκτημένα».
Από το 313 μ.Χ., οπότε υπεγράφη το Διάταγμα (αυτοκρατορική διαταγή) των Μεδιολάνων, το σχετικό με την ανεξιθρησκία, η χριστιανική Εκκλησία, αφού πρώτα βγήκε από τις κατακόμβες, άρχισε να απολαμβάνει προνόμια, δικαιώματα, ειδικές ρυθμίσεις, εξουσία, περιουσία, έντονη κοινωνική παρουσία και πολιτική ισχύ. Αυτή η εξω-ευαγγελική «νέα τάξη πραγμάτων» άρχισε σταδιακά να στερεί την εκκοσμικευμένη πλέον Εκκλησία από τα πνευματικά της χαρακτηριστικά και τον μεσσιανικό της χαρακτήρα. Αυτό συνέβη με την απαρχή της απροσδιοριστίας σχετικά με τη Βασιλεία των Ουρανών, που αποτελεί την πεμπτουσία του ευαγγελικού περιεχομένου, και με την εν συνεχεία σταδιακή επικράτηση μιας γήινης, κοσμικής εγκαθίδρυσης μιας ιδιότυπης θεοκρατίας, με κεφαλή όχι πλέον τον Χριστό, αλλά τον εκάστοτε αυτοκράτορα, ο οποίος, με τη σειρά του, απολάμβανε διάφορα αδιανόητα θεολογικά προνόμια μέσα στην Εκκλησία, στον βαθμό, βέβαια, που αυτός την εξυπηρετούσε πολιτικά.
Ήδη, λοιπόν, από πολύ νωρίς έχουμε μια ιδιότυπη και στρεβλή σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, όπου, όταν η πολιτική εξουσία υποτάσσεται ή συμπλέει με τις εκκλησιαστικές επιδιώξεις, όλα είναι καλά, ενώ, όταν συμβαίνει το αντίθετο, τότε η Εκκλησία καλεί τον λαό σε «στάση».
Παρατηρεί κανείς, λοιπόν, πως πρακτικές που φαντάζουν σημερινές έχουν την καταγωγή τους πολύ πίσω μέσα στον χρόνο.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία στην αρχή χάνει την παλαιά της πολιτική αίγλη, αλλά δεν αργεί η «μεγάλη πύλη» να αντιληφθεί πως η συνεργασία με την Εκκλησία θα της εξασφάλιζε την πλήρη υποταγή των ραγιάδων, τόσο με φυσικούς όσο και μεταφυσικούς όρους. Έτσι αρχίζει, λοιπόν, από μέρους των Οθωμανών η πολιτική των προνομίων, όπου με ειδικά φιρμάνια (τα οποία με σύγχρονους όρους θα χαρακτηρίζονταν ως «παραθυράκια» του νόμου), επιχειρείται να στηθεί μια ιδιότυπη συναλληλία Εκκλησίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως σε επίπεδο κορυφής, που για κάποιους αιώνες στέφτηκε με επιτυχία, αφού δεν κουνιόταν «φύλλο».
Αρχίζει από μέρους των Οθωμανών η πολιτική των προνομίων, όπου με ειδικά φιρμάνια (τα οποία με σύγχρονους όρους θα χαρακτηρίζονταν ως «παραθυράκια» του νόμου), επιχειρείται να στηθεί μια ιδιότυπη συναλληλία Εκκλησίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Κάποια στιγμή, όμως, η εποχή της συναλληλίας τελείωσε, αφού οι αντιδράσεις είχαν ξεκινήσει από τη βάση της φεουδαρχικής πυραμίδας, όπου οι καταπιεσμένοι, οι κατατρεγμένοι και οι «ρέμπελοι» ως μόνη ελπίδα είδαν την κοινωνική επανάσταση. Οι Φαναριώτες, όμως, οι προεστοί, οι κοτζαμπάσηδες και οι μεγάλο-παπάδες φυσικά διαφωνούσαν και όσο μπόρεσαν καθυστέρησαν τον σηκωμό, αλλά το ποτάμι είχε πάρει ήδη τον δρόμο του και δεν σταματούσε. Τότε κατέστρωσαν ένα κοινό σχέδιο, χυδαίο, δόλιο και βρώμικο, που ήταν να παρεισφρήσουν και να υποδυθούν τους «άκαπνους» πρωταγωνιστές μέσα στο κίνημα, στη συνέχεια ύπουλα να αλλάξουν τον σκοπό και τον στόχο της επανάστασης, χρησιμοποιώντας τους μεγάλους δυτικούς και ανατολικούς συμμάχους, οι οποίοι διέθεταν μεγάλη πείρα επάνω στις επαναστάσεις, στους επαναστάτες και στις γκιλοτίνες. Κατάφεραν, λοιπόν, με τη βοήθεια των λογίων, να μεταλλάξουν την επανάσταση από κοινωνική και λαϊκή σε εθνική, με περιορισμένη εμβέλεια, η οποία τελικά δεν θα είχε και μεγάλη σχέση στην ολοκλήρωσή της, με το όνειρο και τη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου.
Μετά τη λήξη της Επανάστασης και τη δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους-προτεκτοράτου, η πολιτική που εφάρμοσαν οι Βαυαροί «κατακτητές» υπήρξε ολέθρια για τη σχέση της Εκκλησίας με τον λαό της, αφού πήρε τον απλό παπά που πολέμησε δίπλα-δίπλα με τον λαό, αφού ήταν σάρκα από τη λαϊκή σάρκα, και του έδωσε κοσμικές εξουσίες, τοποθετώντας τον δίπλα στο πρόεδρο του χωριού (ή τον δήμαρχο της πόλης) και τον χωροφύλακα (ή αστυφύλακα), προβιβάζοντάς τον σε «Αρχή» με σαφείς πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Έτσι, η κυρίαρχη πλέον άρχουσα τάξη μετάλλαξε τον ιερέα σε έναν ιδιότυπο κρατικό υπάλληλο, τον οποίο στη αρχή δεν πλήρωνε, αλλά στη συνέχεια, μετά τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο του 1944-1949, τον άμειψε με το παραπάνω, είτε για την συνεργασία του είτε για τη σιωπή του, εξασφαλίζοντάς του έναν υποτυπώδη μισθό από τα ψίχουλα που έπεφταν από το πλούσιο τραπέζι των καλο-χορτασμένων πολιτικών, κομματαρχών, εργολάβων, μαυραγοριτών και τοκογλύφων, της εκάστοτε εποχής (έτσι ώστε, με σημερινούς όρους, ο μέσος μισθός ενός επαγγελματία βουλευτή να έχει διαμορφωθεί στα 7.000 ευρώ συν τα «έκτακτα», ενώ ενός μέσου επισκόπου στα 1.400 ευρώ και ενός μέσου ιερέα μόλις στα 700 ευρώ). Για αυτόν τον μισθό, λοιπόν, γίνεται σήμερα τόσος λόγος και τόση φασαρία, που επιβαρύνει, όπως κάποιοι θεωρούν, δυσβάστακτα τον κρατικό «κορβανά»…
Από πλευράς ευαγγελικής ανάγνωσης της χριστιανικής ζωής, είναι σαφές πως οποιαδήποτε μορφή συναλληλίας Εκκλησίας-Κράτους είναι ασυμβίβαστη. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Εκκλησία επικαλείται την εκκλησιαστική περιουσία που παραχώρησε στο Κράτος τη δεκαετία του ’50 με αντάλλαγμα τη μισθοδοσία του κλήρου. Σίγουρα σήμερα, σε τούτη τη τραγική συγχρονία για τη πατρίδα μας, το νούμερο ένα πρόβλημα, τόσο της κοινωνίας όσο και της οικονομίας, φυσικά και δεν είναι οι όποιες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες από τον διαχωρισμό ή όχι του Κράτους από την Εκκλησία.
Σήμερα, ούτως ή άλλως, βιώνεται μια ασφυκτική πίεση από πλευράς της Πολιτείας προς την Εκκλησία, με την κατάργηση της μισθοδοσίας και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των νεοεισερχόμενων κληρικών στο στελεχικό δυναμικό της Ελλαδικής Εκκλησίας. Η επαγγελματική ιεροσύνη αρχίζει σιγά-σιγά να αποτελεί παρελθόν και αυτό μπορεί να διαβαστεί με αισιόδοξο τρόπο ως μια μορφή κάθαρσης των κριτηρίων των υποψήφιων κληρικών από συναλλακτικές λογικές μιας όποιας επαγγελματικής αποκατάστασης.
Τελικά, είτε αντάμα είτε χωριστά με το Κράτος, η Εκκλησία δεν πρέπει να εξαρτά σε καμία των περιπτώσεων την ιστορική, θεολογική και εσχατολογική της συνέχεια από τον εναγκαλισμό της ή όχι μαζί του. Γι’ αυτό, καλό είναι για την Πολιτεία, η οποία διαθέτει μια πολύ καλά εκπαιδευμένη ευλύγιστη «μέση», με την οποία οσφυοκαμπτεί κατά συρροή στους διεθνείς τοκογλύφους και μαυραγορίτες του υπαρκτού καπιταλισμού, τους επιλεγόμενους και «θεσμούς», να σταματήσει τους αριστερίστικους λεονταρισμούς, τύπου (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού, μαθαίνοντας από τα λάθη και τα «θανάσιμα αμαρτήματα» όλων εκείνων οι οποίοι κατέρρευσαν «εν μία νυκτί» σαν τραπουλόχαρτα με ρυθμούς ντόμινο, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, συμπαρασύροντας τους λαούς τους στην άβυσσο και, τελικά, οδηγώντας τους ως έτοιμη λεία στις «αδελφότητες των λύκων» εντός του καπιταλιστικού «Παραδείσου».