Γράφει ο π. Αντώνιος Χρήστου
Προϊστάμενος Ι.Ν. Προφήτου Ηλία Κόρμπι Βάρης, της Ι. Μ. Γλυφάδας Ε. Β. Β. & Β.
Aγαπητοί μου Αναγνώστες, το σημερινό φύλλο της εφημερίδας μας (Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019), συμπίπτει χρονικά με τη μεγάλη Εορτή της Αναλήψεως Του Κυρίου μας. Η Αλήθεια είναι ότι πολλές φορές ακούμε σε κηρύγματα ή διαβάζουμε σε κείμενα για τη θεολογική αξία της Σαρκώσεως Του Θεού Λόγου, για την Σταύρωση και την Ανάσταση Του Χριστού. Ομως είναι γεγονός ότι δεν έχουμε αντίστοιχα παρόμοιο όγκο αναφορών και πληροφοριών, για την Ανάληψη Του Κυρίου.
Αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης είναι μία άγνοια, ακόμη και σύγχυση σε κληρικούς και λαϊκούς για το θεολογικό βάθος και τη συμβολή της Εορτής, στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία μας. Ευελπιστούμε με τη βοήθεια του π. Βασιλείου Βολουδάκη και τα άρθρα του στην «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 140 (Απρίλιος 2014) και 153 (Μάιος 2015), στο τέλος του άρθρου μας να έχουμε βάλει ένα μικρό λιθαράκι προς την αντίθετη κατεύθυνση, της σωστής πληροφόρησης και της αναδείξεως της θεολογικής αξίας της Δεσποτικής αυτής Εορτής.
Η Ανάληψη του Χριστού μας αποτελεί την αποκορύφωση της ενσάρκου Οικονομίας Του Θεού αφού: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (1 Τιμ. 3, 16). Με την Ανάληψη έχουμε την αποκορύφωση του ανθρωπίνου Γένους μας, με τη μετοχή μας στην άφθαρτη αλλά και άτρεπτη ανθρώπινη φύση μας, η οποία όχι μόνο αποκαταστάθηκε στην προπτωτική της κατάσταση, αλλά και θεώθηκε χωρίς πλέον τον κίνδυνο της πτώσεως και της αποκοπής της από τον Θεό. Χωρίς την Ανάληψη θα έμενε ανολοκλήρωτη η σωτηρία μας, εφ’ όσον η Ανάσταση Του Κυρίου οδήγησε την ανθρώπινη φύση μας μέχρι την αθανασία, αλλά όχι και στην αντικειμενική θέωσή της, που έφερε το γεγονός της Αναλήψεως όπου ο Κύριος «Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός», κατά το 6ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως.
Σε αυτό το σημείο όμως αξίζει να κάνουμε μία περιληπτική αναφορά για την ανθρώπινή φύση του Κυρίου και τα γεγονότα πριν την Ανάληψη, για να συνειδητοποιήσουμε τι υπήρχε πριν και τι έγινε μετά από αυτήν. Η ορθόδοξη δογματική μας διδάσκει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού έχει ως πρόσωπό της το πρόσωπο του Θεού Λόγου και ως εκ τούτου, λόγω αυτής της Υποστατικής ενώσεως, η ανθρώπινη φύση του Χριστού θεώθηκε «εξ άκρας συλλήψεως» στην κοιλία της Υπεραγίας Θεοτόκου και γι’ αυτό δεν έφθειρε κατά τον τοκετόν την παρθενία της Παναγίας μας.
Η θεωμένη ανθρώπινη φύση δεν εμποδίζεται ούτε περιορίζεται από τον χώρο και τον χρόνο, γι’ αυτό και κατά την Ανάστασή Του ο Χριστός εξήλθε «εσφραγισμένου του μνήματος» και λίγο αργότερα, «εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς Του». Η ανθρώπινη φύση του Χριστού υπήρξε τελεία «εξ άκρας συλλήψεως» και παρέμεινε τέλεια καθ’ όλη την επίγεια ζωή Του και φυσικά κατά την Ανάστασή Του· και παραμένει τελεία «εις
τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων». Επομένως από της συλλήψεώς Του ο Κύριος, κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι και της Αναστάσεώς Του παραμένει ο Αυτός, τέλειος Θεός και τέλειος Ανθρωπος. Αυτό φαίνεται και στην Υμνολογία της Εκκλησίας μας: «Κύριε, εσφραγισμένου του Τάφου υπό των παρανόμων, προήλθες εκ του μνήματος καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου», βάζοντας στη θέση τους πολλούς – οι οποίοι πιστεύουν αντίθετα από την Εκκλησία μας – ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού τελειοποιείτο σταδιακά και οριστικοποιήθηκε με την Ανάσταση Του Κυρίου!
Αξίζει να υπογραμμίσουμε εδώ, ότι η Ορθόδοξη θεώρηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου και της δευτέρας συγκαταβάσεώς Του να ενεργεί τα αδιάβλητα πάθη (δηλαδή την πείνα, τη δίψα, την κόπωση, την αιμάτωση, τη δειλία του θανάτου και αυτόν τον θάνατον) της πεπτωκυίας φύσεώς μας, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τα ενεργεί λόγω, όπως αναφέραμε και παραπάνω, της «εξ άκρας συλλήψεως» θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως που έλαβε.
Ο Χριστός είναι «ο νέος Αδάμ», αφού γεννάται χωρίς σπέρμα ανδρός και επομένως δεν είναι φορέας του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο κληροδοτείται διά του σπέρματος σε όλους εμάς τους μεταπτωτικούς ανθρώπους από την πτώση του Πρωτόπλαστου Αδάμ. Γι’ αυτό, «ως νέος Αδάμ» και μάλιστα χωρίς να πέσει όπως ο Αδάμ, ο Χριστός είναι ο μόνος τέλειος άνθρωπος· θυμηθείτε εδώ τον Πιλάτο στο κατά Ιωάννη (19,6) «και λέγει αυτοίς· ίδε ο άνθρωπος». Συνεπώς δεν είμαστε εμείς τα πρότυπα Του Κυρίου, αλλά αντιθέτως, εμείς αξίζει να μοιάσουμε σ’ Αυτόν για να γίνουμε τέλειοι, αφού είμαστε ατελείς, αμαρτωλοί και πεπτωκότες.
Ο Κύριος -πρέπει να συνειδητοποιήσουμε- ότι δεν υπέκειτο σε καμία ανθρώπινη ανάγκη, δεν ήταν αναγκασμένος να ενεργήσει τα αδιάβλητα πάθη μας, τις συνέπειες δηλαδή της παρακοής των πρωτοπλάστων, ούτε ήταν αναγκασμένος να πεθάνει, αφού αποκλειστική προϋπόθεση του θανάτου είναι η υποχρεωτική και αναγκαστική λειτουργία των αδιάβλητων παθών. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ως «καθαρά του νόμου της αμαρτίας ουκ εχρεώστει δι’ εαυτήν θάνατον» (Αγιος Μάξιμος και Μ. Αθανάσιος). Ο Χριστός ως άνθρωπος μπορούσε, εάν ήθελε, να μην πεθάνει. Αν ο Χριστός όμως έφθανε μόνο μέχρι της ενανθρωπήσεώς Του, θα θεωνόταν μόνο η ανθρώπινη Φύση Του, στην οποία δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει κανείς από εμάς τους ανθρώπους, αφού προϋπόθεση συμμετοχής μας σε Αυτήν θα ήταν η παντελής απουσία αδιάβλητων παθών, πράγμα αδύνατον για όλους εμάς, οι οποίοι ως απόγονοι των πεπτωκότων Πρωτοπλάστων, είμαστε αναγκασμένοι και να πεινάμε και να διψάμε και να ματώνουμε και να κουραζόμαστε και να πεθαίνουμε.
Ομως ο Φιλάνθρωπος Θεός δεν έφθασε μόνο μέχρι της ενανθρωπήσεώς Του, δεν έλαβε μόνο την ανθρώπινη φύση μας αλλά προσέλαβε και τα αδιάβλητα πάθη μας και τα ενήργησε χωρίς υπερβολές και καταχρήσεις, δηλαδή χωρίς αμαρτία. Αυτή η πρόσληψη αποκαλείται από την Εκκλησία μας «πρόσλημμα» γιατί ο Χριστός έλαβε ως κάτι επιπλέον της ανθρώπινης φύσεως, κάνοντας δεύτερη συγκατάβαση μετά αυτής της ενανθρωπήσεώς Του. Η διάκριση μεταξύ ενανθρωπήσεως και προσλήψεως των αδιάβλητων παθών από τον Κύριο, ερμηνεύει και την φράση της Ακολουθίας της Θ. Μεταλήψεως: «Ο τη ενδόξω Σου Αναλήψει της σαρκός θεώσας το πρόσλημμα και τούτο τη δεξιά καθέδρα τιμήσας του Πατρός», η οποία θα ήταν ακατανόητη, αφού θα ερχόταν σε αντίθεση με την πίστη της Εκκλησίας μας περί της «εξ άκρας Ενώσεως» θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού.
Εδώ λοιπόν έγκειται η μεγάλη θεολογική αξία της εορτής της Αναλήψεως. Γιατί κατά την ενανθρώπηση θεώθηκε μόνο η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός, ενώ με την Ανάληψή Του, θεώθηκε και η δική μας ανθρώπινη φύση, η οποία ενεργεί αναγκαστικά τα αδιάβλητα πάθη, αλλά χάρις στο ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός τα προσέλαβε και τα ενήργησε εκουσίως και όχι αναγκαστικώς τα πάθη αυτά, έπαψαν να αποτελούν εμπόδιο για τη θέωσή μας, κατά τον Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Κλείνοντας το άρθρο μας αγαπητοί Αναγνώστες, για την μεγάλη εορτή της Αναλήψεως, ευχόμαστε από καρδιάς να γίνει στον κάθε έναν μας προσευχή και το υπόλοιπο της φράσεως που παραθέσαμε παραπάνω απὸ την Ακολουθία της Θ. Μεταλήψεως, που συνεχίζει ως εξής: «Αξίωσόν με, διὰ της των αγίων σου Μυστηρίων Μεταλήψεως, της δεξιάς μερίδος των σωζομένων τυχείν». Αμήν!