Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Ονομάζεται Διακαινήσιμος ή “λευκή” εβδομάδα. Άρχεται από την Κυριακή του Πάσχα και τερματίζει την αμέσως επόμενη, την Κυριακή του Θωμά. Φέρει τ᾿ όνομά της από το γεγονός ότι κατά τη νυχτερινή αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, οι κατηχούμενοι βαπτίζονταν ομαδικά και έτσι εξεκινούσε η πνευματική τους ζωή και η εν γένει χριστοκεντρική πολιτεία τους. Γι᾿ αυτό, άλλωστε, καθ᾿όλη τη διάρκεια της εβδομάδος αυτής, οι νεοβαπτισμένοι έφεραν λευκά ενδύματα, ενδεικτικό της αγνής και “καινής” ζωής τους, που ήδη, είχε ξεκινήσει. Και όλοι μαζί, “εν ενί στόματι”, έψαλλαν και διαλαλούσαν στα πέρατα της οικουμένης ότι «Χριστός Ανέστη και πεπτώκασι δαίμονες, Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν Άγγελοι, Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται».
Μέσα στην αναστάσιμη και λαμπροφόρο αυτή περίοδο, γη και oυρανός πανηγυρίζουν και συγχορεύουν στο απερινόητο θαύμα της Χριστού Αναστάσεως. Ως έγραφε ο μακαριστός καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου (1922-2004), αναφερόμενος σε αυτή την αναστάσιμη περίοδο, «τα πάντα είναι φωτοειδή και φωτόμορφα, λάμπουν στη θεοείδεια της ανακαινισμένης φύσεως… ευφραίνονται στη σωτήρια ακτίνα της θείας ευδοκίας» (Βασική Δογματική διδασκαλία, Απ. Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 110).
Οι Νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας μας, αναφορικά με την εορτή της Αναστάσεως του Λυτρωτού Χριστού, η οποία και «εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων», ομιλούν για την άκρα μακαριότητα των αγγέλων και των ανθρώπων. Ως προς το ανθρώπινο γένος, η άκρα μακαριότητα είναι κατάσταση πνευματική, μάλιστα δε υψηλή, υψηλότατη, στην οποία ο πιστός έχει μεταμορφωθεί αγιοπνευματικά σε χαριτωμένη ύπαρξη, και καλείται “μακάριος” άνθρωπος, διότι έχει όραση του Αναστάντος Χριστού μας. Είναι, δηλαδή, όταν ο νους του ανθρώπου ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα και αξιώνεται της οράσεως της Ακτίστου θείας δόξης, κατά χάριν πάντοτε, αυτού, δηλαδή του Ακτίστου Φωτός: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη, και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την Έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται».
Την 6η του μηνός Μαΐου, εφέτος συμπίπτει η ημέρα με την Πέμπτη της Διακαινησίμου, η Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει την οσιακή μνήμη της Οσίας Σοφίας της εν Κλεισούρα της Καστοριάς. Ονομαζόταν Σοφία Χοτοκουρίδου (1883-1974) και γεννήθηκε στο χωριό Σαρή ποπά, στην Τραπεζούντα του Πόντου. Νυμφεύθηκε, απέκτησε ένα παιδί, το οποίο και κοιμήθηκε αιφνίδια (1912). Δύο χρόνια μετά στα 1914, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον άνδρα της, τον οποίο έστειλαν στα ενδότερα της Ανατολίας, για να πεθάνει στα γνωστά και αποτρόπαια “τάγματα εργασίας”. Ιδού, λοιπόν, αγαπητοί μου, ιδού Ανάσταση Χριστού, μέσα από τα συναξάρια των αγίων καθ᾿ εκάστην…!
Μόνη, πλέον, η Σοφία έφθασε στην Ελλάδα και καθ᾿ υπόδειξη της Κυρίας Θεοτόκου, κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου Της Θεομήτορος, στην Κλεισούρα της Καστοριάς (1927). Επέρασε εκεί πενήντα σχεδόν, ολόκληρα χρόνια. Άσκηση υπέρμετρη, νηστεία ανείπωτη, ταπείνωση αγγελική. Εβίωνε Ανάσταση Χριστού καθημερινά, στα κατάβαθα της καρδιάς της. Συνήθιζε να λέγει: «Στο στόμα κλειδί, στο στόμα κλειδί» κάθε που αναφερόταν στην αξία της μακαρίας ακατακρισίας, που χαρακτηρίζει τους “κεκαθαρμένους” αγιοπνευματικά αγωνιστές του Χριστού μας. Διότι, μετάνοια άνευ ακατακρισίας δε λογίζεται, δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, δεν ευδοκιμεί, δε φωτίζει, δε σώζει.
Αυτό, όμως, που συγκινεί, όλως ιδιαιτέρως, την προσωπική μου ουθένεια, είναι η ακτημοσύνη της Οσίας, η ανυπόκριτη αγάπη της προς πάντας. Έλεγε πάντοτε, σε όσες και όσους προσέτρεχαν κοντά της: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός, να σκεπάζετε…». Αναφερόταν στην αγαπητική διάκριση προς τα αμαρτήματα και τις πτώσεις των άλλων και, πάντοτε, είναι αλήθεια, η μητρική της αγκαλιά δε γινόταν, δε μπορούσε να περιοριστεί σε χωροχρονικά περιορισμένα όρια, αλλά επεκτεινόταν και ξεπερνούσε χιλιομετρικές αποστάσεις και έφθανε σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε πονεμένη ψυχή, απανταχού.
Στα 1967 μ.Χ., η Οσία αρρώστησε από σκωληκοειδίτιδα. Οι πόνοι φρικτοί, τέτοιοι που την έκαναν να πέφτει στη γη, να σέρνεται και να διπλώνεται για να αντέξει. Μάλιστα δε, επειδή δε δεχόταν να την εξετάσει ιατρός, πόσο μάλλον να την ιατρεύσει, έβαζε επάνω στην πληγή της κομμάτια υφασμάτων, στουπιά και όσα άλλα έβρισκε στο μοναστηράκι της. Το αποτέλεσμα; Εύκολα το συμπεραίνεις. Η πληγή εσάπισε και έντονη δυσοσμία αναδυόταν από επάνω της. Έλεγε με παρρησία, μέσα στους αβάσταχτους πόνους της: «Η Παναγία, η Παναγία θα έρθει να με γιατρέψει». Και ασφαλώς η Κυρία Θεοτόκος, δεν ελησμόνησε την ταπεινή ασκήτρια. Συνοδευόμενη από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τον Άγιο Γεώργιο, τον οποίο πολύ ευλαβούνταν η Οσία, η Κυρία Θεοτόκος επισκέφθηκε την μακαρία εκείνη αγωνίστρια και θαυματουργικά την εθεράπευσε. Η δε χαρά της Οσίας Σοφίας! Εσήκωνε ανυπόκριτα, αγαθά, απροσποίητα τα ρούχα της και έδειχνε στους προσκυνητές την τομή της πληγής και της εγχειρήσεως και, με χαρά μικρού παιδιού, έλεγε: «Κοίταξε, η Παναγιά με θεράπευσε, η Παναγία!».
Η Οσία Σοφία εκοιμήθη στις 6 Μαΐου, στα 1974 (α’ ανακομιδή 07/07/1981, β’ ανακομιδή 27/05/1998, αγιοκατάταξη 2011). Η Οσία της ταπείνωσης, «η ασκήτρια της Παναγίας», ως επικράτησε να προσφωνείται και να εγκωμιάζεται. Η Οσία που εβίωνε την αναστάσιμη χαρά εσαεί στην καρδιά της. Η Οσία που, όσοι λίγοι, κατανοούσε βιωματικά και εις βάθος, τον χρυσοστομικό κατηχητικό λόγο: «…Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος…».
Αγαπητοί αναγνώστες, διανύουμε πανηγυρικά τη Διακαινήσιμο ή “λευκή” εβδομάδα. Άρχεται από την Κυριακή του Πάσχα και τερματίζει την αμέσως επόμενη, την Κυριακή του Θωμά. Και δεν βρήκα άλλο τρόπο, πλέον χαρμόσυνο και πανηγυρικό, πλέον αναστάσιμο και πανευφρόσυνο να κλείνω τις σημερινές μου σκέψεις, μιας και σήμερα “τα πάντα είναι φωτοειδή και φωτόμορφα και λάμπουν στη θεοείδεια της ανακαινισμένης φύσεως και ευφραίνονται στη σωτήρια ακτίνα της θείας ευδοκίας (βλ. Ανδρέα Θεοδώρου), από το πανηγυρικό δοξαστικό των Αίνων, το βράδυ της αναστάσιμης θείας λειτουργίας, της Κυριακής του Πάσχα, το οποίο και σας παρακαλώ θερμότατα, από κοινού να ψάλλουμε, πανηγυρικά και αναστάσιμα: «Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς, Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν, Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».