Στη συνδρομή και συστράτευση της Εκκλησίας στον αγώνα της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέσω της τήρησης των υγειονομικών πρωτοκόλλων και των μέτρων προστασίας αλλά και του εμβολιασμού, αναφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου, κ.κ. Δωρόθεος Β’ μιλώντας στον Αθήνα 9.84 και στους Γιάννη Λαυράνο και Νίκο Καρούτζο.
Όπως εξήγησε, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος όσο και η πλειοψηφία των Ιεραρχών, από την πρώτη στιγμή της πανδημίας και παρά τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις που υπήρξαν, κράτησαν επί πολλούς μήνες κλειστούς τους ναού σηκώνοντας το βάρος μιας μεγάλης ευθύνης και στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων συνοδοιπορώντας με την Πολιτεία απέναντι στον κοινό στόχο της αντιμετώπισης του κορονοϊού.
«Η Εκκλησία εξ υπαρχής συνεισέφερε σε αυτή την υπόθεση στηρίζοντας με τον καλύτερο τρόπο την προσπάθεια της κυβέρνησης και των υπηρεσιών του κράτους ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όπως πρέπει αυτή την πανδημία, έναν εχθρό που δεν υποχωρεί, που ακυρώνει όλες τις προσπάθειες που γίνονται καθώς μεταλλάσσει το πρόσωπό του και προσπαθεί να δημιουργεί νέα προβλήματα στη ζωή και στην κοινωνία μας.
Εφαρμόσαμε τις εντολές που μας δόθηκαν και μάλιστα πολύ πειθαρχημένα θεωρώντας ότι ήταν χρέος και υποχρέωσή μας και το πράξαμε στο έπακρο.
Για πρώτη φορά κάναμε Πάσχα και εορτές με κλειστούς ναούς. Παροτρύναμε τους Χριστιανούς μας και τις ευπαθείς ομάδες να μείνουν στο σπίτι τους και εξαναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε το ραδιόφωνο ή τα τοπικά κανάλια ώστε να παρακολουθούν οι πιστοί τις Ακολουθίες από το σπίτι τους. Θεωρώ ότι κατά συνείδηση έχουμε συνεισφέρει τα μέγιστα. Στο χώρο της Εκκλησίας, τα προβλήματα που υπήρξαν – αν υπήρξαν- ήταν περιορισμένα», είπε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά στη στάση της Εκκλησίας απέναντι στον εμβολιασμό και στην αναγκαιότητά του υπογράμμισε ότι η πλειοψηφία των αρχιερέων και των ιερέων έχουν εμβολιαστεί κάνοντας λόγο για «μεμονωμένα περιστατικά ανθρώπων που αντιδρούν έχοντας μια δική τους ιδεοληψία και σκέψη».
Και πρόσθεσε: «Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε ο εμβολιασμός του πληθυσμού, η Εκκλησία εξέφρασε την προθυμία της να παραχωρήσει τις δομές της, αίθουσες, Πνευματικά Κέντρα, σε περίπτωση που της ζητηθούν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως χώροι εμβολιασμού. Ότι μπορεί να γίνει προκειμένου να συνεισφέρει η Εκκλησία σε αυτή την υπόθεση είναι ευπρόσδεκτο. Δίνουμε το σύνθημα και την κατεύθυνση στους Χριστιανούς μας αλλά ως εκεί που είναι η αρμοδιότητά μας διότι το εμβόλιο δεν είναι ένα πνευματικό θέμα ώστε να παρεμβαίνει η Εκκλησία, είναι ιατρικό».
Επισήμανε δε, πως σε αντίθεση με άλλους χώρους όπως για παράδειγμα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τα μέτρα προστασίας στο εσωτερικό των ναών τηρήθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια. «Αν τηρούσαν παντού τα μέτρα κατά του κορονοϊού, με τον ίδιο τρόπο που έπραξε η Εκκλησία και αν ο καθένας είχε μια απόλυτη προσωπική ευθύνη απέναντι στον εαυτό του, στο Θεό για το μεγάλο δώρο της υγείας που μας έχει χαρίσει αλλά και απέναντι στον συνάνθρωπό του, θα είχαμε πολύ λιγότερα θύματα και θα είχαμε αντιμετωπίσει ευκολότερα αυτή την δύσκολη υπόθεση. Δυστυχώς είμαστε εν πολλοίς ανεύθυνοι και όχι μόνο απέναντι στον κορονοϊό.
Πρέπει να αποκτήσουμε υπευθυνότητα παντού, απέναντι στο οικοσύστημα, στο χώρο που ζούμε, στη γειτονιά μας, στο σπίτι μας, στον διπλανό μας, στον κορονοϊό, απέναντι στην κάθε αρρώστια. Έτσι θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα».
Και κατέληξε: «Με πίστη στο Θεό και εμπιστοσύνη στην Επιστήμη θα αντιμετωπίσουμε την πανδημία».