Του Γιώργου Βασιλείου
Ως θέατρο παραλόγου και ρομάντζο οδύνης θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα γεγονότα που διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας, έχοντας ως κεντρικό σημείο αναφοράς την παραμονή ή μη της Ελλάδος στην Ε.Ε.
Οι επονομαζόμενοι πολιτισμένοι ταγοί της Δύσης έρχονται να αμφισβητήσουν με τις πράξεις τους τα αυτονόητα, δηλαδή την ίδια την Ευρώπη που ως όνομα και ως ύπαρξη εννοιολογική είναι ελληνική. Πέραν, όμως, αυτού, τα ίδια τα πρόσωπα έρχονται την ίδια ώρα να καταστρατηγήσουν τις πανανθρώπινες αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η ρήση του Σοπενχάουερ ίσως είναι η καλύτερη για να αποδώσει αυτή την ώρα την πραγματικότητα του ευρωπαϊκού δράματος: «Ο κόσμος μας είναι ένα λιβάδι σφαγής. Μέσα σε αυτό όλες οι υπάρξεις που τυραννιούνται και αγωνιούν δεν μπορούν να ζουν διαφορετικά παρά μόνο με την αλληλοεξόντωση που το κάθε σαρκοβόρο ζώο γίνεται ένας ζωντανός τάφος αμέτρητων άλλων ζώων».
Αυτή την κατάσταση, όπως την έχει σκιαγραφήσει με τα μελανότερα χρώματα της γραφίδας του ο Σοπενχάουερ, νιώθω ότι ζούμε και εμείς σήμερα έμπροσθεν της τηλοψίας. Ανήμποροι να προτάξουμε τη θέλησή μας στους εκτελεστές των οικονομικών συμφερόντων, οι οποίοι ενώπιον αυτών το μόνο που αφήνουν στο πέρασμά τους είναι ένας σωρός από ερείπια, ένας μορφασμός δίχως έννοια, ένας κόσμος πόνου και δυστυχίας, περιμένουμε τη δική μας σωτηρία.
Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, την ίδια ώρα οι εραστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κωφεύοντας έμπροσθεν των οιμωγών των οικονομικά ασθενούντων ως ασπάλακες θωρακισμένοι μέσα στα λαγούμια των δυνατών της Δύσης, χωρίς αιδώ, μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου τους, ετοιμάζονται να εκφωνήσουν έμπροσθεν της σορού των θυμάτων τον επικήδειο της ενοχής, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ενοχή και συγκάλυψη του αποτρόπαιου εγκλήματος του δυτικού πολιτισμού σε βάρος της Ανατολής.
Ο ιστορικός του μέλλοντος, ατενίζοντας και αυτός από την βίγλα του την υποκριτική στάση όλων αυτών, θα συγγράψει το δικό του ιστορικό θρηνητικό του άσμα της έκπτωσης του ανθρώπου, των επιδιώξεων των μικρών ελπίδων, δικαιώνοντας, έτσι, τη σκέψη του πνευματικού τιτάνα Ντοστογιέφσκι, ο οποίος είχε πει: «Πρέπει να καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για τις αμαρτίες όλου του κόσμου, για την αυτοκαταστροφή μας, η οποία έκανε τα πάντα παράλογα, βρώμικα, κολασμένα, μηδενιστικά».
Η πράξη, όμως, αυτή, για να πραγματοποιηθεί, χρειάζεται γενναιότητα, ανδρεία, εντιμότητα, ιδανικά, αξίες οι οποίες έχουν περιθωριοποιηθεί από τους εκφραστές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο υπόγειο του σκοτεινού εγωισμού των επιδιώξεων της άκριτης ατομικότητας εν ονόματι της δικής τους επιβίωσης.
Αυτή την τραγική ώρα της ελλείψεως όλων αυτών των υγιών στοιχείων, τα οποία παρασύρθηκαν από τον χείμαρρο της απάνθρωπης δαιμονικής οίησης, οι οικονομικά ανίσχυροι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας τον ρόλο του σύγχρονου Διογένη με το φανάρι τους, προσπαθούν να αναζητήσουν μέσα στα ανήλια υπόγεια του χαλασμού και των ερειπίων, στο άπλετο σκοτάδι της κόλασης, τη χαμένη ομορφιά.
Η φωνή που έρχεται ως απάντηση μέσα από αυτό το σκοτάδι είναι η παραφορά της ρήσεως του ότι πόσο μεγάλο είναι ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος με τη ρήση δεν υπάρχει άνθρωπος, αφού χάθηκε ο άνθρωπος.
Με τη φωνή θαμπά να ξεπροβάλει ως σκιά από το σκοτάδι, η καταρρακωμένη μορφή του νιτσεϊκού ανθρώπου έρχεται να τους πει όχι πια το «ο Θεός πέθανε», αλλά το «ο άνθρωπος πέθανε».
Μέσα σε αυτήν τη γενική απαισιοδοξία, μπροστά σε αυτήν τη σκοτεινή ώρα, που ο άνθρωπος έχασε με τις πράξεις του τη ζωή και το νόημα της ζωής επαναλαμβάνοντας το προπατορικό αμάρτημα, μια ηλιαχτίδα φωτός έρχεται για να φωτίσει αυτή τη διάχυτη κόλαση του πόνου και της δυστυχίας, ο διθυραμβικός λόγος του ποιητή Κωστή Παλαμά να λέγει «και αν πλήθος τ’ άσχημα, κι αν είναι τα άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ένας φτάνει».
Ήρθε η ώρα να απαρνηθούμε τον απάνθρωπο και υπάνθρωπο πολιτισμό μας, ο οποίος ζει για το τίποτα, επιστρέφοντας στη γη της επαγγελίας, της αγάπης του προσώπου του πλησίον
Αυτή η αισιόδοξη νότα του ποιητή έρχεται να συγκρουστεί με τους άχαρους ήχους των κυμβάλων των αλαλαζόντων και των τυμπάνων του οικονομικού πολέμου, να διαμηνύσει το χαρμόσυνο άγγελμα ότι υπάρχει ελπίδα από τη στιγμή που «ο κόσμος καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα». Ότι υπάρχει και η ανάσταση η οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπήρχε σταύρωση, πόνος θλίψη, θάνατος. Άλλωστε, η πιο σκοτεινή ώρα είναι αυτή πριν από την αυγή. Αυτή την αυγή της δικαίωσης και της ανάστασης αναμένει αυτή την ώρα ο καταπιεσμένος οικονομικά ευρωάνθρωπος. Αυτή η αναστάσιμη κραυγή του σταυρωμένου οικονομικά αδύναμου ανθρώπου στην εποχή των οριζοντιώσεων των πάντων θα αποδείξει στη νέα εποχή των ισχυρών ότι ήρθε η ώρα να απαρνηθούμε τον απάνθρωπο και υπάνθρωπο πολιτισμό μας, ο οποίος ζει για το τίποτα, επιστρέφοντας στη γη της επαγγελίας, της αγάπης του προσώπου του πλησίον στον χώρο όπου ιερουργείται η ελευθερία όχι στα χαρτιά των διακηρύξεων, αλλά στη μετουσίωση της πράξης.