Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου του Ι. Ν. Αγίου Νεκταρίου Βούλας
Πολλές φορές κληρικοί και λαϊκοί έχουμε για κάποιον παράδοξο-περίεργο τρόπο (κυρίως πειρασμικό) την αίσθηση ότι παλεύουμε σχεδόν μόνοι μας. Απογοητευμένοι, αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε απομονωμένοι σε μια πορεία κόντρα στο ρεύμα-πνεύμα της εποχής. Οι άνθρωποι, άλλωστε, που υπηρετούν αυτό το πνεύμα της εποχής δεν διστάζουν να μας στιγματίζουν με χαρακτηρισμούς όπως «απόκοσμοι», «ρομαντικοί» ή «ονειροπόλοι», που ακροβατούμε στα όρια μιας δικής μας πραγματικότητας, που στο παρελθόν μονοπωλούσε την κοινωνική ζωή της πατρίδας μας, αλλά σήμερα, σταδιακά αλλά σταθερά, φαίνεται να περνά στο περιθώριο. Μια πραγματικότητα που είναι σχεδόν παράλληλη με τις συνθήκες και τις εξελίξεις του κόσμου του σήμερα, αλλά θεωρείται από τον πολύ κόσμο ότι δεν τον αφορά και σίγουρα δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητές του.
Όμως, η καλή συναναστροφή, ιδιαίτερα με αδελφούς που ζουν και δραστηριοποιούνται σε άλλες γεωγραφικές περιοχές από τη δική μας, γκρεμίζει όλα τα προηγούμενα, της παραπάνω παραγράφου. Εκεί συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι μόνος, ότι τα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν και μας καταβάλλουν δεν είναι μόνο δικά μας, αλλά κοινά. Η αντιμετώπισή τους και οι απαραίτητες λύσεις που ζητάμε σε προβλήματα που θεωρούσαμε άλυτα και ανυπέρβλητα, σε κάποιους αδελφούς με μεγαλύτερη εμπειρία και ίσως και ικανότητα, είναι από καιρό ξεπερασμένα… κ.λπ.! Γι’ αυτό, τέτοιες ευκαιρίες είναι ανεκτίμητες, ιδιαίτερα όταν δεν είναι για μερικές μόνο μέρες, αλλά υπάρχει συχνή επικοινωνία, σχεδόν καθημερινή.
Στο βιβλίο των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης διαβάζουμε στο Κεφάλαιο 18 και στον στίχο 19: «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά και υψηλή, ισχύει δε ώσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον». Δηλαδή, σε μετάφραση: «Αδελφός, όταν με αγάπη βοηθιέται από τον αδελφό, είναι όπως η οχυρωμένη και απόρθητη πόλη, κτισμένη επάνω σε ψηλό μέρος. Είναι δε τόσο ισχυρό, σαν το ασάλευτο ανάκτορο, που έχει θεμελιωθεί σε στερεό έδαφος». Πραγματικά, αυτήν τη φράση, όταν τη ζει κάποιος, τότε μπορεί καταφατικά να συνυπογράψει τα θεόπνευστα λόγια του συγγραφέως του βιβλίου αυτού.
Ο Άγιος Παΐσιος επιβεβαιώνει την παραπάνω αλήθεια με τον γνωστό του απλό και γλυκό τρόπο, δίνοντας μια ενδιαφέρουσα παράμετρο και «πινελιά» στο θέμα μας. Αναφέρει κάπου χαρακτηριστικά: «Οι λαϊκοί όμως επιβάλλεται να έχουν σχέσεις με γνωστούς και συγγενείς που ζουν πνευματικά, για να βοηθιούνται. Ο Χριστιανός που αγωνίζεται μέσα στον κόσμο βοηθιέται, όταν έχει σχέσεις με πνευματικούς ανθρώπους. Όσο πνευματικά και να ζει κανείς, έχει ανάγκη –ιδίως στην εποχή που ζούμε– από την καλή συντροφιά». Επομένως, η συναναστροφή, κατά τον Άγιο σύγχρονο Γέροντα, δεν πρέπει να γίνεται με οποιοδήποτε, αλλά με, με την εκκλησιαστική έννοια, πνευματικούς ανθρώπους. Δηλαδή με ανθρώπους συνειδητά πιστούς, αγωνιζομένους με μετάνοια, έμπρακτη θυσιαστική και σταυρική αγάπη και, τέλος, έχοντας αυτό το δόσιμο και το άνοιγμα προς τον αδελφό, τόσο με την προσευχή όσο και με τη στοργή και το συνεχές ανιδιοτελές ενδιαφέρον.
Η συναναστροφή μας και η επικοινωνία μας με αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους πρόσωπο προς πρόσωπο, είναι τα αντισώματα και η θεραπεία στους κινδύνους της εποχής
Όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε συναντήσει τέτοιους ανθρώπους και, όταν η συναναστροφή σου μαζί τους συμβαίνει, τότε εμπνέεσαι, τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι μόνος και, κυρίως, απροστάτευτος. Επομένως, όλοι πρέπει να αναζητούμε αυτή την καλή συναναστροφή. Θα έλεγα ότι αποτελεί μια αναγκαιότητα στις μέρες μας. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ιδίως οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται και σχεδόν υποδομούνται και τραυματίζονται ιδιαίτερα από τις εικονικές σύγχρονες τεχνολογικές-ηλεκτρονικές συνθήκες. Η συναναστροφή μας και η επικοινωνία μας με αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους πρόσωπο προς πρόσωπο, είναι τα αντισώματα και η θεραπεία στους παραπάνω κινδύνους. Το βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός λέγοντας: «Ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 20).