Αρχική » Αξίζει να γράφεις ό,τι γράφεις;

Αξίζει να γράφεις ό,τι γράφεις;

από kivotos

Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου στον Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας

 

Αυτό το άρθρο μας, αγαπητοί μου αναγνώστες, επιτρέψτε μου να είναι λίγο διαφορετικό απ’ ό,τι έχετε συνηθίσει από τον γράφοντα μέχρι στιγμής. Ουσιαστικά, στις παρακάτω γραμμές παρουσιάζεται ένας προβληματισμός που έντονα μας απασχολεί προσωπικά τον τελευταίο καιρό. Θα προσπαθήσουμε με εξομολογητική διάθεση να μοιραστούμε μαζί σας κάποιους ενδοιασμούς μας πάνω στο αν αξίζει να αρθρογραφεί κάποιος στις μέρες μας.

Έχουμε την τιμή να ορθογραφούμε στην εφημερίδα “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”, από το πρώτο της τεύχος μέχρι σήμερα. Αισθανόμαστε πολλές φορές δέος, δίπλα σε αξιόλογες πένες αρθρογράφων, τόσο της παρούσης εφημερίδας όσο και γενικότερα σε όλα τα έντυπα που κυκλοφορούν, να συνυπάρχει και η δική μας, έστω ατελής και ανεπαρκής, αρθογραφία μας. Τα θέματα που διαπραγματευόμαστε στα ποικίλα άρθρα μας μπορεί να περιορίζονται σε λέξεις και να είναι συμπυκνωμένα, προϋποθέτουν όμως κόπο και μια πορεία σπουδών ετών. Περισσότερο, όμως, από τις σπουδές, προϋποθέτουν έστω μια μικρή εμπειρία μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, από την παιδική μας ηλικία μέχρι τις μέρες μας, φέροντα το «βαρύ» αλλά και γεμάτο χάρη, έστω και αναξίως, ιερατικό σχήμα.

Παράλληλα με τα παραπάνω, προϋποθέτει, επίσης, μια βαθιά παρατήρηση, γνώση αλλά και κριτική ματιά στα τεκταινόμενα και στις εξελίξεις του κόσμου, που προβάλλουν ως προκλήσεις στην Εκκλησία και αναζητούν την αναμέτρηση μαζί της και τελική τοποθέτησή της σε αυτά. Εμείς καταθέτουμε την άποψή μας, που ελπίζουμε ότι εκφράζει και την καθεαυτή αλήθεια της Εκκλησίας. Εδώ, όμως, αναφύονται τα δύο αμείλικτα ερωτήματα του τίτλου μας, που από την τοποθέτησή μας πάνω σε αυτά εξαρτάται και η δική μας αποστολή και συνέχεια μέσα στην έντυπη αρθογραφία.

 

Η αλήθεια της Εκκλησίας

Το πρώτο ερώτημα: «Αξίζει να γράφεις ό,τι γράφεις;». Αυτό το ερώτημα απευθύνεται στα κίνητρα και στα βαθύτερα προσωπικά αίτια της ανάγκης μας να εξωτερικεύουμε μέσα από τη στήλη μας την αλήθεια της Εκκλησίας, όπως εμείς τη βιώνουμε και όπως ο κόσμος, είτε εντός της είτε εκτός της, πολλές φορές συνειδητά ή ασυνείδητα αγνοεί, αλλοιώνει, απλουστεύει, παραποιεί αλλά και αναζητά συνήθως σε λάθος κατευθύνσεις.

Επίσης, αυτό το ερώτημα προϋποθέτει και ένα άλλο βασικό ερώτημα, το «γιατί» γράφουμε και ορθογραφούμε, αφού είναι δεδομένο ότι δεν το κάνουμε για βιοποριστικούς λόγους, καθώς, ως γνωστόν, δεν μισθοδοτούμαστε, αλλά εθελοντικά και τιμητικά καταθέτουμε τις σκέψεις μας. Αν γίνεται, όμως, από εγωιστικούς σκοπούς αυτοπροβολής ή επίδειξης γνώσεων ή, έστω, απλά για τον εμπλουτισμό του βιογραφικού μας, τότε είναι ματαιοπονία όλο αυτό και ακυρώνει όλη την προσπάθεια. Τους ανθρώπους μπορείς να τους κοροϊδέψεις, τον καρδιογνώστη όμως Χριστό όχι! Αν τα κίνητρα, από την άλλη, είναι ανιδιοτελή, με αίσθηση ευθύνης, διακονίας και προσφοράς, τότε σαφέστατα αναβαθμίζει και την αξία και την ποιότητα των γραφομένων. Δύσκολο, όμως, να τα διατηρήσει καθαρά και αυθεντικά στις θέσεις μας.

Επιστρέφουμε, όμως, στην απάντηση του πρώτου αρχικού ερωτήματος, άραγε αξίζει; Η απάντηση είναι «ναι, αξίζει», γιατί αυτή η αναγκαιότητα να καταθέτουμε άρθρο σε συγκεκριμένο περιορισμένο χρόνο και χώρο μάς ωθεί σε μια εσωτερική και εξωτερική αναζήτηση και μελέτη που πολλές φορές τα αποτελέσματά τους καταπλήσσουν ακόμα και εμάς τους ίδιους. Αυτή η υποκειμενική αναμέτρηση με τον εαυτό μας αλλά και η αντικειμενική αναμέτρηση της πληρότητας του άρθρου σε σχέση με τις παραμέτρους του θέματος που διαπραγματευόμαστε μάς κρατούν σε εγρήγορση, μας εμπλουτίζουν και ταυτόχρονα φρεσκάρουν τη μνήμη μας για πράγματα που είχαν ξεχαστεί. Αυτή η εξέλιξη και η πολύτιμη εμπειρία σαφέστατα μας βελτιώνει και το οφείλουμε σε αυτή την τιμητική πρόσκληση των εκδοτών του παρόντος εντύπου που θετικά αποδεχτήκαμε και από της θέσεως αυτής τους ευχαριστούμε θερμά.

 

Οι αναγνώστες και τα άρθρα

Στο δεύτερο ερώτημα, τώρα, «Ενδιαφέρουν η αλήθεια και τι διαβάζει πραγματικά κανείς;», δεν είμαστε εμείς οι πιο κατάλληλοι να απαντήσουμε, γιατί, πολύ απλά, απευθύνεται καθαρά στο αναγνωστικό κοινό. Αυτοί είναι το κριτήριο και μόνο η αντικειμενική τους γνώμη μπορεί να δώσει σαφέστατη απάντηση στα δύο υπο-ερωτήματα της ερώτησης. Με την ευκαιρία αυτή, να αναφέρουμε ότι δυστυχώς δεν έχει κάποιος αναγνώστης κάνει τον κόπο στο προσωπικό μας email ([email protected]) που κοινοποιείται σε κάθε άρθρο να εκφράσει τη γνώμη του πάνω στα γραφόμενα. Ούτε κάποια γνώμη, θετική ή αρνητική, ούτε κάποια παρατήρηση ή αντίρρηση έχει εκφραστεί για να είχαμε έστω ένα δείγμα και να βγάζαμε μια κοινή συνισταμένη. Θα παρακαλούσαμε, λοιπόν, έστω και από αυτό το άρθρο και μετά, να είχαμε περισσότερη επικοινωνία (έστω και ηλεκτρονική), ώστε με τις παρατηρήσεις σας να μας βοηθάτε και να μας κατευθύνετε. Γιατί όχι, να προτείνετε εσείς τα θέματα με τα οποία θα θέλατε να ασχοληθούμε στο μέλλον.

Ότι γνωρίζουμε από γνώμες αναγνωστών είναι από το άμεσο φιλικό ή ενοριακό περιβάλλον, μπορούμε να απαντήσουμε, αλλά σαφέστατα το δείγμα είναι μικρό και φυσικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να λένε καλά λόγια για να μη μας στεναχωρήσουν και όχι γιατί το πιστεύουν στα αλήθεια.

Εννοείται ότι όποιον δεν ενδιαφέρει το θέμα του άρθρου θα το προσπεράσει και θα γυρίσει σελίδα. Ενδέχεται, όμως, να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη εκ των υστέρων, όταν ένα άρθρο είναι καλά δομημένο και τεκμηριωμένο. Αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία για έναν αρθρογράφο, αλλά σπάνιο φαινόμενο στις μέρες μας, λόγω του όγκου των πληροφοριών και τον πλεονασμό των ευκαιριών που έχει σήμερα ο αναγνώστης, που κυριολεκτικά μας κατακλύζουν όλους από τα τόσα έντυπα, περιοδικά και το διαδίκτυο.

Αν υποθέσουμε ότι κάποιος τελικά διάβασε το άρθρο, το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος δεν είναι καθόλου καθησυχαστικό για τον αρθρογράφο. Το διάβασε απλώς για να το διαβάσει; Απλώς ο αναγνώστης αφιέρωσε λίγο από τον χρόνο του και μετά τι; Αυτό το «αλήθεια» που κάποιος μπορεί να θεωρήσει περιττό είναι η ουσία του ερωτήματος, καθότι αναφέρεται στο κατά πόσον οι παράμετροι του θέματος έγιναν κατανοητές στο βάθος τους από τον αναγνώστη. Μια άλλη λέξη θα λέγαμε ότι ταιριάζει: αν ο αναγνώστης «μελέτησε» το άρθρο μας ή όχι! Η μελέτη έχει να κάνει με την προσεκτική και εις βάθος ανάγνωση του άρθρου και με αναζήτηση των πηγών και παραπομπών που αναφέρονται. Στην ουσία, είναι ο συν-προβληματισμός, που είναι το ζητούμενο σε μια αλληλεπίδραση μεταξύ αρθογράφου – θέματος – αναγνώστη. Αν, εκτός από κατανόηση του άρθρου, έρθει και αλλαγή κατά Χριστόν, στον τρόπο ζωής του αναγνώστη και του αρθρογράφου, αυτό θα ήταν το ιδανικότερο.

Συμπερασματικά, κλείνοντας, έστω και αν ένας αναγνώστης να προβληματίστηκε και να άλλαξε τη ζωή του προς το καλύτερο, αξίζει κανείς να ορθογραφεί, και ας έχασε ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια από την προσωπική του ζωή για να γράφει! Ο Θεός να μας αξιώσει να τα καταφέρουμε!

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ