Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 

 Η λατρευτική τιμή των αγίων υπήρξε ανέκαθεν βασικό συστατικό της νεοελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας έχει αφιερωθεί σε έθιμα και τελετουργίες που σχετίζονται με τη «αγιολατρική» αυτή παράδοση, δεδομένου ότι στη λαογραφική ορολογία έχει καθιερωθεί να μιλούμε για «λατρεία» των αγίων, ενώ βεβαίως το θεολογικώς και εκκλησιαστικώς σωστό είναι να αναφερόμαστε σε «τιμή» των αγίων, αφού λατρεία απονέμεται μόνο στον Θεό.

Σε εποχές αβεβαιότητας, είναι φυσικό να έχουμε μεγαλύτερη προσφυγή των ανθρώπων στο υπερφυσικό. Έτσι, συναντούμε καθημερινά νέες εθιμικές μορφές που αφορούν τη λαϊκή λατρευτική τιμή των αγίων, όπως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το φαινόμενο κατά συγκερασμό όσων διαπιστώθηκαν παραπάνω. Και βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, απαντούν και κάποιες υπερβολές, για τις οποίες καλό θα ήταν να γίνει λόγος.

Αναφέρομαι στην προσπάθεια επιβολής της τιμής ορισμένων «αγίων» και «οσίων», οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αγιοκαταταχθεί από την Εκκλησία, γι’ αυτό και οι λέξεις τίθενται εντός εισαγωγικών. Βεβαίως, στην ορθόδοξη παράδοση προϋποτίθεται η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας για την αγιότητα ενός προσώπου, ώστε να προχωρήσει η συνοδική αγιοκατάταξη, κι αυτό προσφάτως λειτούργησε στις περιπτώσεις των οσίων Παϊσίου του Αγιορείτη και Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, όπου η συνείδηση αυτή του ποιμνίου καθόρισε αποφασιστικά τη στάση της Εκκλησίας. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχειρείται η διαμόρφωση μιας τέτοιας συνείδησης;

Έχω υπόψη μου ένα ιστορικό μοναστήρι του 16ου αιώνα, στο οποίο η νέα, δραστήρια και δυναμική, άξια κατά πάντα αδελφότητα, μεταξύ των ευσεβών στόχων που έθεσε είναι και η καθιέρωση της τιμής των κτητόρων, παρά το γεγονός ότι αυτοί ούτε έχουν αγιοκαταταχθεί ούτε σχετική συνείδηση υπάρχει στον λαό της περιοχής, ο οποίος αγνοεί παραδοσιακά την ύπαρξή τους. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε ειδικό παρεκκλήσι, αγιογραφήθηκαν ως όσιοι σε ορισμένα σημεία, συντέθηκε με πρωτοβουλία της μονής ακολουθίας τους και μνημονεύονται σε όλες τις ακολουθίες ως άγιοι, ιδίως στην απόλυσή τους.

Με δεδομένο το ότι πλήθος κόσμου παρίσταται στη μονή σε λειτουργίες και ακολουθίες, όλα αυτά δεν αποτελούν τρόπο διαμόρφωσης τεχνητής μιας λαϊκής συνείδησης για την αγιότητά τους; Όσο ευσεβείς κι αν είναι οι προθέσεις της αδελφότητας, και γι’ αυτό προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία, δεν είναι αυτή η προσπάθεια μια ευθεία και αθέμιτη παρέμβαση στη διαδικασία της αγιοκατάταξης; Και βεβαίως, την αγιοκατάταξη δεν την έχουν ανάγκη οι ίδιοι οι άγιοι, καθώς προγεύονται ήδη της παραδείσιας τρυφής, αλλά οι ζώντες, που κάποτε στηρίζουν την ποιμαντική και πνευματική παρουσία τους σε αυτούς.

Γι’ αυτό άλλωστε και η αγία Εκκλησία μας όρισε ότι πριν τη λατρευτική χρήση μιας ακολουθίας πρέπει να υπάρχει ειδική συνοδική άδεια, κάτι όμως που σκοπίμως παραθεωρείται, ώστε να καλλιεργηθεί στον λαό η συνείδηση της αγιότητας. Κι έτσι, μετά από ένα χρονικό διάστημα θα έρθει η αδελφότητα και θα ζητήσει από την Εκκλησία την αγιοκατάταξη των κτητόρων της, βασιζόμενη σε μια λαϊκή συνείδηση και πεποίθηση, την οποία η ίδια δημιούργησε σταδιακά. Επαναλαμβάνω ότι αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως οι κτήτορες, όπως και πολλοί άλλωστε από τους προαπελθόντας πατέρες της μονής δεν είναι άγιοι και δεν έχουν βρει παρρησία ενώπιον του Θεού και ανάπαυση. Σημαίνει όμως ότι έχουμε μια προσπάθεια καθορισμού των εξελίξεων πέρα από το θέλημα του Θεού, ο οποίος διαλέγει ποιους αγίους θα φανερώσει και ποιους θα κρατήσει κρυφούς, κατά τις ανεξιχνίαστες βουλές του.

Κι αυτό δεν εντάσσεται βέβαια στα όρια της ορθόδοξης παράδοσης, την οποία συχνά επικαλούμαστε και πάντοτε οφείλουμε να υπερασπίζουμε.