Γράφει ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Β’
«Η πίστη κάνει πραγματικά εκείνα, που ελπίζουμε, και βέβαια εκείνα, που δεν βλέπουμε…».
Σύμφωνα με την ανεπανάληπτη αυτή διατύπωση του Αποστόλου Παύλου, η πίστη έχει κατά βάση υποκειμενικό χαρακτήρα, δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, δεν προσδιορίζεται από φιλοσοφικές αναλύσεις, ούτε και επιβεβαιώνεται από επιστημονικές αποδείξεις.
Πίστη, είναι η απάντηση του ουρανού στην ανυπόκριτη και άδολη επιθυμία της ψυχής να γνωρίσει το τι και το πώς και το γιατί του σύμπαντος και της ζωής…
Δεν είναι η αφετηρία, αλλά το τέρμα μιας πορείας μοναχικής, μιας αναζήτησης καθαρά πνευματικής, μιας άθλησης προσωπικής. Ούτε κληρονομείται, ούτε μαθαίνεται… Απλά, βιώνεται, ως δώρο Θεού, ως πλησμονή ζωής και ελπίδα αθανασίας.
Γι’ αυτό και είναι δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα «γιατί πιστεύεις;». Στο τι πιστεύει ή δεν πιστεύει ο καθένας είναι εύκολη η απάντηση· δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι το «γιατί»!
Υπ’ αυτή την έννοια, ο κάθετος και απόλυτος διαχωρισμός των ανθρώπων σε άπιστους και πιστούς είναι εντελώς πλασματικός, καθώς τα όρια μεταξύ πίστεως και απιστίας είναι δυσδιάκριτα, ενώ είναι συχνή η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Το αίτημα «πρόσθες ημίν πίστιν» και η αποστολική προτροπή «όποιος νομίζει ότι είναι όρθιος, ας προσέχει μην πέσει», δηλώνουν ακριβώς αυτό, τη μεγάλη, δηλαδή, πιθανότητα ο πιστός να γίνει άπιστος!
Και τούτο, γιατί σε κάθε πιστό ελλοχεύει μεγάλος ο κίνδυνος της υπεροψίας και της προσωπικής αυτάρκειας.
Κάθε πιστός, που θεωρεί την πίστη ως ατομικό του προνόμιο και όχι ως θεία αποκάλυψη, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να γίνει Φαρισαίος, να μεταβληθεί σε ένα φανατισμένο άτομο, που θα περιφρονεί όποιον δεν έχει τις ίδιες μ’ αυτόν απόψεις, θα τον αποστρέφεται ή και θα μισεί όποιον δεν πιστεύει…
Γεμάτη η ιστορία από τέτοιες περιπτώσεις, από περιπτώσεις ανθρώπων που θεώρησαν «υποχρέωσή τους» να επιβάλλουν την πίστη τους στους μη πιστούς, που έκριναν πράξη θεάρεστη να κόβουν όποιο κεφάλι δεν μπορούσαν να αλλάξουν, δυσφημίζοντας έτσι την πιο απελευθερωτική πίστη που εμφανίστηκε ή θα εμφανιστεί ποτέ στον κόσμο!
Πόσοι από μας, άραγε, τους θεωρούμενους πιστούς, θα δεχόμαστε κάποιον, ο οποίος πεισματικά αμφισβητεί όχι αυτά που πιστεύουμε, αλλά αυτά που βλέπουμε, όπως έκαναν οι Μαθητές του Χριστού με τον Θωμά;
Οι Μαθητές δεν πίστεψαν απλά ότι ο Διδάσκαλός τους αναστήθηκε, αλλά και Τον είδαν και Του μίλησαν…
Δέχτηκαν, όμως, τον Θωμά στο υπερώο, αν και γνώριζαν ότι δεν τους πίστευε… Και ο Χριστός εμφανίστηκε ξανά, όχι για τους πιστούς Μαθητές, αλλά για τον δύσπιστο Θωμά, μόνο γι’ αυτόν!
Και δεν κατηγόρησε η Αναστημένη Αγάπη τον «άπιστο» Μαθητή, ούτε τον εξέβαλε έξω, ούτε καν τον επέπληξε, αλλ’ αντίθετα, με πραότητα και κατανόηση, του πρόσφερε τις αποδείξεις που ζητούσε…
Εχουμε, λοιπόν, δικαίωμα εμείς ν’ αποκηρύσσουμε και ν’ αποδιώχνουμε όποιον δεν συμφωνεί μαζί μας;
Εχουμε δικαίωμα να καταδικάζουμε όσους δεν αποδέχονται τις αρχές και τα «πιστεύω» μας;
Το περιστατικό με τον Θωμά αποτελεί τον θρίαμβο της ανεκτικότητας και της ελευθερίας, που συναπαρτίζει το βαθύτερο νόημα του Χριστιανισμού και συνιστά την ορθή πρακτική ενός αληθινού Χριστιανού, που βλέπει τον άλλο, τον άπιστο, τον δύσπιστο ή τον αμφισβητία, όχι ως ένα εχθρό ή αντίπαλο, αλλ’ ως ένα εν δυνάμει μέλος της Εκκλησίας του Χριστού.