Αρχική » Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Η ανυπακοή σε παράνομη εντολή είναι καθήκον

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: Η ανυπακοή σε παράνομη εντολή είναι καθήκον

από christina

Tου Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Το νέο πρόγραμμα διδασκαλίας που απεστάλη από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για να εφαρμοστεί από την ήδη αρξαμένη σχολική χρονιά, ως προς το σκέλος του που αφορά στη διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι αντισυνταγματικό και συνεπώς παράνομο! Η εμμονή του Υπουργού κ. Γαβρόγλου να καταργήσει την υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία και να αντικαταστήσει τα Θρησκευτικά με την Θρησκειολογία έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς το άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω με επανειλημμένα δημοσιεύματά μου ήδη επί υπουργίας Φίλη, ο οποίος εμφορείτο από τις ίδιες αντιλήψεις επί του θέματος αυτού με τον σημερινό Υπουργό. Δεν θα επαναλάβω εδώ την επιχειρηματολογία, βάσει της οποίας αναδεικνύεται η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να διδάσκονται υποχρεωτικά τα Θρησκευτικά στα σχολεία. Οφείλω όμως να σημειώσω ότι τη βούληση αυτή την επιβεβαιώνει πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που υποχρεώνει τον αρμόδιο Υπουργό να ευθυγραμμίσει την εκπαιδευτική του πολιτική σύμφωνα με αυτά που επιτάσσει το Σύνταγμα. Παρ’ όλα αυτά ο κ. Γαβρόγλου ανάγοντας τις προσωπικές του πεποιθήσεις σε γνώμονα συνταγματικότητας των σχετικών Προγραμμάτων Διδασκαλίας αγνόησε προκλητικά την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και ζήτησε από τις κατά τόπους Διευθύνσεις Εκπαίδευσης να φροντίσουν να διδαχθεί στα σχολεία το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας και σύμφωνα με τις υποδείξεις του Υπουργείου.

Στο ζήτημα αυτό παρενέβη η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.), η οποία προτρέπει τους διδάσκοντες να μη συμμορφωθούν με το πρόγραμμα του Υπουργείου και να διδάξουν κανονικά τα Θρησκευτικά, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Ο κ. Γαβρόγλου, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, αντέδρασε άμεσα και με σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου του, αφ’ ενός μεν ψέγει ως παράνομη (!) την πρωτοβουλία της Π.Ε.Θ., αφ’ ετέρου δε απειλεί με πειθαρχικές διώξεις τους εκπαιδευτικούς που θα εκδηλώσουν απείθεια στις εντολές του Υπουργείου.

Τίθεται λοιπόν εδώ το ερώτημα, ποιός από τους δύο έχει τελικά δίκιο στην προκειμένη περίπτωση:ο Υπουργός που απαιτεί την εφαρμογή του νόμου από τους εκπαιδευτικούς ή η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων που προκαλεί τους τελευταίους σε ανυπακοή προς τον συγκεκριμένο νόμο;

Εκ πρώτης όψεως, εάν δει κάποιος το πρόβλημα που θέτει το ανωτέρω ερώτημαυπό το πρίσμα της διακριτικής ευχέρειας που έχει ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας να διαμορφώνει τα ενδεδειγμένα, κατά την κρίση του, εκπαιδευτικά προγράμματα προς υλοποίηση της σχετικής κυβερνητικής  πολιτικής, φαίνεται να έχει δίκιο ο κ. Γαβρόγλου. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρήσεως θα μπορούσε μάλιστα να υπαγάγει κάποιος το περιστατικό της παρέμβασης της Π.Ε.Θ. στην κυρωτική εμβέλεια του άρ. 183 του Ποινικού Κώδικα, που τιμωρεί με φυλάκιση, όποιον προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε απείθεια προς τους νόμους. Και νόμος (με την ουσιαστική βέβαια έννοια) είναι και η σχετική Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, εφ’ όσον έχει κανονιστικό περιεχόμενο. Από την άποψη αυτή τα μέλη της Π.Ε.Θ., που προέβησαν στην σχετική πρωτοβουλία, θα ήσαν εκτεθειμένα, εκτός των άλλων, και στον κίνδυνο της ποινικής τους τιμωρίας.

Ωστόσο μια συλλογιστική, που θα δικαίωνε στην προκειμένη περίπτωση τον Υπουργό Παιδείας, θα προσέκρουε όχι μόνο στην κοινή και τη νομική λογική, αλλά και σε συγκεκριμένους συνταγματικής περιωπής θεσμούς, που αχρηστεύουν τους μηχανισμούς της πειθαρχικής και ποινικής δίωξης, τους οποίους διαθέτει ή θα μπορούσε να ενεργοποιήσει αντιστοίχως ο Υπουργόςγια την προστασία των εντολών του.Ετσι η κοινή, αλλά και η νομική λογική μας λένε ότι είναι παράλογο και αντιφατικό να παρανομεί ένας Υπουργός, όπως συμβαίνει με τον κ. Γαβρόγλου που δείχνει ασέβεια προς το Σύνταγμα κατά την κατάρτιση του νέου Προγράμματος Διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, και να αξιώνει εν συνεχεία νομική προστασία της παρανομίας του επικαλούμενος την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του να προβεί στη σχετική πράξη, παραβλέποντας όμως ότι η σχετική αρμοδιότητά του ειδικά για τα Θρησκευτικά είναι δέσμια εκ του Συντάγματος.Πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση στο σημείο αυτό ότι δεν υπάρχει λογικό και νομικό «καταφύγιο» για την προστασία των παρανομούντων. Οποιοι κι αν είναι αυτοί, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο πολίτη της χώρας. Οσο κι αν ψάξει κάποιος σε όλους τους κλάδους του δικαίου, δεν θα βρει πουθενά νόμο που να προστατεύει την παρανομία. Θα βρει όμως πολλούς νόμους, διάσπαρτους σε όλη τη νομοθεσία μας, που προστατεύουν εκείνους, οι οποίοι αντιστέκονται στην παρανομία. Πηγή όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων (βλ. π.χ. άρ. 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, άρ. 108 του Υπαλληλικού Κώδικα κλπ.) είναι η διάταξη του άρ. 120 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία καθιερώνει το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον κάθε Ελληνα να αντισταθεί με κάθε μέσο απέναντι σε εκείνον, ο οποίος επιχειρεί να καταλύσει με τη βία το Συνταγματικό Πολίτευμα της χώρας.

Είναι προφανές ότι με βάση την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη η προσπάθεια βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος δικαιολογεί στο πλαίσιο του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος αντίστασης, τη χρήση οποιουδήποτε μέσου που μπορεί να φτάνει στα ακραία όριά του μέχρι και την προσβολή προσωπικών αγαθών του δράστη, όπως είναι π.χ. η σωματική ακεραιότητα και η ζωή του. Οταν όμως η κατάλυση του Συντάγματος δεν επιχειρείται με τηβία, εκλείπει ασφαλώς το δικαίωμα και το καθήκον προσωπικής αντιπροσβολής του δράστη, παραμένει ωστόσο ενεργό το δικαίωμα και το καθήκον της αντίστασης στον δράστη της ασέβειας προς το Σύνταγμα με άλλα μέσα, όπως είναι π.χ. κατ’ εξοχήν η απείθεια ή ανυπακοή στη σχετική παρανομία.

Με τη διάταξη λοιπόν του άρ. 120 παρ. 4 του Συντάγματος και όσες άλλες ακόμη διατάξεις την εξειδικεύουν στους κατ’ ιδίαν κλάδους του δικαίου (άρ. 20, 21 του Ποινικού Κώδικα και 108 του Υπαλληλικού Κώδικα) προσφέρει η Πολιτεία στους πολίτες που υπερασπίζονται τη νομιμότητα ένα πανίσχυρο και αδιάτρητο «θώρακα», ο οποίος τους προστατεύει αποτελεσματικά απέναντι σε οποιαδήποτε πειθαρχική ή ποινική δίωξη θα ασκείτο ενδεχομένως εναντίον τους, επειδή αντιστάθηκαν στην παρανομία. Η παράνομη εντολή δεν δεσμεύει τον αποδέκτη αυτής. Αντιθέτως πολλές φορές θέτει μάλιστα ζήτημα ποινικής του ευθύνης, εφ’ όσον την εκτελέσει. Το συμπέρασμα επομένως από την προηγηθείσα ανάλυση είναι σαφές και κατηγορηματικό και «επιστεγάζει» την θαρραλέα και αξιέπαινη πράξη της Πανελλήνιας Ενωσης Θεολόγων: Η ανυπακοή σε παράνομη εντολή δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά πρωτίστως καθήκον του πολίτη.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ