Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Ξάνθης
Με αφορμή την πρόσφατη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των αντιπροσώπων της χώρας μας στο Ευρωκοινοβούλιο καθώς και την επέτειο της Άλωσης της Πόλης, χαράσσουμε λίγες σκέψεις σχετικά με τη σχέση της Ρωμιοσύνης, ως φορέα ορθόδοξου πολιτισμού, με την Ευρώπη.
Η Ευρώπη εδώ και χρόνια έχει αποκτήσει γεύση της ορθόδοξης ζωής: το φανερώνουν τα ορθόδοξα μοναστήρια και οι ενορίες γηγενών ευρωπαίων που έχουν ασπαστεί την ορθοδοξία, τα κέντρα ορθοδόξων σπουδών, οι έδρες ορθοδόξου θεολογίας μεγάλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, τα θεολογικά συνέδρια κλπ. Η άνθηση αυτή μας χαροποιεί αλλά και μας προβληματίζει, καθώς ενώ στη δύση η ορθοδοξία προβάλλει ως πρόταση ζωής, στον τόπο μας πολλοί αποπειρώνται να την θέσουν στο περιθώριο της κοινωνίας.
Τι προσφέρει, όμως, η ορθόδοξη πρόταση ζωής στον σύγχρονο Ευρωπαίο; Την απάντηση στο ερώτημα τη δίνει μακαριστός Ιεράρχης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας: «Στον πολιτισμό, όμως, υπάρχει και λειτουργεί και μία άλλη δυναμική, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου (Ιω. 18,16). Είναι ο Θείος παράγων, και αυτό είναι το στοιχείον της ιδιαιτερότητος της ορθοδόξου εκδοχής του πολιτισμού. Ο Θείος αυτός συντελεστής είναι αυτός ο οποίος παρεμβαλλόμενος στις ποικίλες πολιτισμικές εκδηλώσεις και μορφές, τις υπερβαίνει όλες και με την υπερβατικότητά του αυτή φωτίζει, εμπνέει, προωθεί και σφραγίζει τους δύο άλλους παράγοντας, τον άνθρωπο και τον κόσμο…Ο παράγων «Θεός» είναι αυτός που δίδει στον κάθε πολιτισμό το στοιχείο της εσωτερικότητος, της πνευματικότητος, της εξ αντικειμένου ηθικής αξίας του» (+Μητροπολίτου Γέροντος Εφέσου κυρού Χρυσοστόμου: «Ορθοδοξία και Ορθόδοξος Πολιτισμός εις την Ευρώπην εις το τέλος μίας χιλιετίας, Ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών, 10 Δεκεμβρίου 1996).
Ο παράγων «Θεός» λοιπόν, είναι η προσφορά της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη, η οποία όμως δεν αποτελεί ένα έστω ιερό ιδεολόγημα, αλλά μία ζώσα μαρτυρία. Απευθυνόμενος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος προ ετών προς την Ορθόδοξη Κοινότητα της Γάνδης επεσήμανε πως «Διά την Χριστιανικήν Ανατολήν η εποχή των μαρτύρων αποτελεί διαρκές παρόν» (βλ. περιοδικό Σύναξη, τ. 54, σ. 107).
Αυτό το αίσθημα της θυσίας οπωσδήποτε χαρακτήριζε και τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας κατά την Αλωση. Ο Sir Steven Runciman, στο τέλος του έργου του «Η Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως» αναρωτιέται: «Δεν επιτεύχθηκε λοιπόν τίποτα από την ανδρεία των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου;» (Runciman: Η Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως», Εκδ. ΔΕΚ/ΓΕΣ, σ. 239, Αθήνα1983). Ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός απαντά στο ρητορικό ερώτημα λέγοντας «Στα χωριά οι άνθρωποι ήξεραν καλύτερα. Εκεί, θυμούνταν τους θρήνους που έφτασαν μαζί με τη φρικτή είδηση…Θυμούνταν εκείνη τη Μαύρη Τρίτη, μια μέρα που όλοι οι πραγματικοί Ελληνες θεωρούν ακόμα ως αποφράδα, και οι ψυχές τους σκιρτούσαν και το θάρρος τους δυνάμωνε, όταν μιλούσαν για τον τελευταίο χριστιανό αυτοκράτορα».
Με αγάπη για τη Βασιλεύουσα και για τη Ρωμιοσύνη, με αγάπη για την Ευρώπη που είναι το σπίτι μας, αφού είμαστε οι πρώτοι Ευρωπαίοι και για αιώνες υπήρξαμε οι μόνοι Ευρωπαίοι, τολμούμε με θάρρος να συνεχίσουμε τη σκέψη του Runciman: Πολλά επιτεύχθηκαν με την ανδρεία των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο, όχι ως εφήμερος κρατικός σχηματισμός, που όπως όλα τα σχήματα του κόσμου τούτου έρχεται και παρέρχεται, αλλά ως πλούτος, ως παρακαταθήκη, ως παράδοση, ως τρόπος και νόημα ζωής, θα ζει και θα σαρκώνεται πάντα στις καρδιές των πιστών τέκνων της Ρωμιοσύνης.
Το Βυζάντιο ζει στις καρδιές εκείνες που κουβαλούν τον απόηχο της μυστικής ευχής του Ιησού. Στον χρωστήρα που με νηστεία και άσκηση ιστορεί τις θεωμένες μορφές των αγίων που απετέλεσαν το πρότυπο του Βυζαντινού ανθρωπισμού. Στους Μαΐστορες της Εκκλησιαστικής μας μουσικής και υμνογραφίας που ενώνουν τη γη με τον ουρανό μέσα στη Θεία Λατρεία μας. Σε κάθε καρδιά που προτιμά να δίνει και να θυσιάζεται, παρά να παίρνει και να κυριαρχεί, στην ψυχή που ποθεί το ουράνιο και το αιώνιο και μετασχηματίζει με τη δύναμη της χάρης του Θεού το πρόσκαιρο και φθαρτό σε αφορμή δοξολογίας και εμπειρία αιωνιότητος, που φανερώνει την αδυναμία ως δύναμη και την αποτυχία ως νίκη.
Το Βυζάντιο ζει κάθε φορά που το Γένος αντλεί από τα νάματα της Ρωμιοσύνης και ποτίζει όλο τον κόσμο, κάθε φορά που αντλούμε από το παρελθόν για να αναπροσανατολιζόμαστε στο παρόν και να εμπνεόμαστε για το μέλλον. Εχουμε ανάγκη από αυτή την έμπνευση, για να επιβιώσουμε και εμείς και η Ευρώπη της οποίας αποτελούμε το ανάχωμα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ας αναλογιστούμε όμως ποια θέση έχει στην παιδεία μας ο βυζαντινός πολιτισμός ή πώς τιμήθηκε η επέτειος και ας πάρουμε τις αποφάσεις μας.